περιπτεράς

περιπτεράς
büfeci, tütüncü, gazeteci

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιπτεράς — ο, θηλ. ού, Ν [περίπτερο] ο ιδιοκτήτης περιπτέρου ή αυτός που εργάζεται σε περίπτερο …   Dictionary of Greek

  • μπαγα(μ)πόντης — ο θηλ. ισσα (λ. ιταλ.), απατεώνας, κατεργάρης, πονηρός: Ο περιπτεράς είναι μπαγαπόντης και με κλέβει στα ρέστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”